- ὄρχαμος
- ὄρχαμοςleadermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… … Dictionary of Greek
ὀρχάμου — ὄρχαμος leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχάμῳ — ὄρχαμος leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχαμε — ὄρχαμος leader masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχαμοι — ὄρχαμος leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχαμον — ὄρχαμος leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРХАМ — • Orchămus, Όρχαμος, царь ахеменийцев, муж Евриномы и отец прекрасной Левкофои, любимой Аполлоном. Отец приказал ее за эту любовь живою закопать в землю, но Аполлон превратил ее в благовонный кустарник. Ov. met. 4, 208 слл … Реальный словарь классических древностей
άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ … Dictionary of Greek
ὄρχαμ' — ὄρχαμε , ὄρχαμος leader masc voc sg ὄρχαμαι , ὀρχάμη an uncultivated copse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)